ἀποβᾶσιν

ἀποβᾶσιν
ἀποβαίνω
step off from
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόβασιν — ἀπόβασις stepping off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάβασις — ἐπανάβασις, η (Α) [επαναβαίνω] 1. ανέβασμα σε ψηλότερη βαθμίδα («τότε γνώσομαι τὴν ἱερωσύνην οὐκ ἀπόβασιν οὖσαν τῆς φιλοσοφίας ἀλλ ἐπανάβασιν», Συν.) 2. η αναζήτηση ύψιστων αρχών 3. (για σφυγμό) διαστολή …   Dictionary of Greek

  • νεωλκώ — (Α νεωλκῶ, έω) [νεωλκός] 1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.) 2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”